φούρμα

φούρμα
η, Ν
ύφαλη σταμίδα τού πλοίου κατά τη ναυπήγησή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουρί — (Uri). Ομόσπονδο καντόνι (1.076 τ. χλμ., περ. 34 000 κατ.) της κεντρικής Ελβετίας. Οι κάτοικοί του μιλούν τη γερμανική γλώσσα και ανήκουν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία. Πρωτεύουσα είναι η Άλτντορφ (8200 κάτ.), στη δεξιά όχθη του Ρόυς, όχι μακριά από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”